πριαμούμαι

πριαμούμαι
-όομαι, Α [Πρίαμος]
έχω το κεφάλι μου εντελώς ξυρισμένο, σαν τον Πρίαμο, τον οποίο συνήθως παρίσταναν από σκηνής ως φαλακρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”